- προχυτός
- -ή, -όν, Α [προχέω]1. συσσωρευμένος μπροστά από κάτι2. φρ. «Προχύτη νῆσος» — το νησί μπροστά στον κόλπο τής Νεάπολης που σχηματίστηκε από έκρηξη τού Βεζούβιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχυτῇσιν — προχυτός poured out in front fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)